- υπερκαταναλωτικός
- -ή, -ό, Ν [υπερκατανάλωση]1. ο σχετικός με την υπερκατανάλωση2. φρ. «υπερκαταναλωτική κοινωνία»(κοινων.) σύγχρονη μορφή κοινωνίας, όπου επικρατεί τάση για διάθεση ενός δυσανάλογα μεγάλου μέρους τού εθνικού εισοδήματος για καταναλωτικά αγαθά.
Dictionary of Greek. 2013.